- τάπιρος
- (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι τετραδάκτυλα, ενώ τα πισινά τριδάκτυλα. Οι τ. είναι φιλήσυχα ζώα, που ζουν στην Αμερική και στην Ασία, σε μικρές ομάδες και τρέφονται κυρίως με ρίζες. Ο ινδικός τ., αντιπροσωπευτικό είδος του γένους είναι παχύτερος από τον αμερικανικό και το τρίχωμά του είναι μαύρο, εκτός από ένα τμήμα στην πλάτη και στα νεφρά, που είναι σταχτόχρωμο προς το λευκό.
Τάπιρος ο χερσόβιος ή αμερικανικός.
Τάπιρος ο ινδικός ή μάιμπα.
* * *ο, Νζωολ. γένος περισσοδάκτυλων θηλαστικών με 4 είδη τών τροπικών δασών τού Νέου Κόσμου και τής Μαλαισίας, συγγενικών με τα ιπποειδή και τους ρινόκερους, που συγκροτούν την οικογένεια ταπιρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tapirus < νεολατ. tapirus < tapiira, λ. τής γλώσσας Τούπι. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].
Dictionary of Greek. 2013.